Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τὰς αἶγας

См. также в других словарях:

  • πόρκος — (I) ὁ, Α είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι,… …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …   Dictionary of Greek

  • AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAMBRINAE — tamquam ex monte Mambrae prope Hebronem, dicuntur Aegyptiis, quas alii capras Indicas. Libyes Adimain vocant; Orientales nempe captae, longis auribus, silvestres et montanae, quibus pro iumento utuntur tenuioris sortis homines. Has describit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μναάδας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἀμελγομένας αἶγας» …   Dictionary of Greek

  • σαννάδας — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἀγρίας αἶγας». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. μαιν άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»